- Ὀλύνθιος
- Ὀλύνθιοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὀλυνθίων — Ὀλύνθιος fem gen pl Ὀλύνθιος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀλύνθιον — Ὀλύνθιος masc acc sg Ὀλύνθιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀλυνθίοις — Ὀλύνθιος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀλυνθίου — Ὀλύνθιος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀλυνθίους — Ὀλύνθιος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀλυνθίῳ — Ὀλύνθιος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀλύνθιοι — Ὀλύνθιος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όλυνθος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Στρυμόνα, βασιλιά της Θράκης. Ενώ κυνηγούσε, τον κατασπαράξανε λιοντάρια. 2. Γιος του Ηρακλή και της Βολίας, από τον οποίο πήρε την ονομασία της μια πόλη της Χαλκιδικής. 3. Άλλος γιος του Ηρακλή, από τον… … Dictionary of Greek
Ὀλυνθία — Ὀλυνθίᾱ , Ὀλύνθιος fem nom/voc/acc dual Ὀλυνθίᾱ , Ὀλύνθιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀλυνθίας — Ὀλυνθίᾱς , Ὀλύνθιος fem acc pl Ὀλυνθίᾱς , Ὀλύνθιος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)